- προσευχητάρι(ον)
- το, Νβιβλίο με προσευχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσευχή, μέσω αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *προσευχητός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. προσκυνητ-άριον). Η λ., στον λόγιο τ. προσευχητάριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.